πολυπλανεμένος

πολυπλανεμένος
-η, -ο, Ν
αυτός που έχει βρεθεί άθελά του σε πολλά μέρη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πολυπλάνητος — η, ο / πολυπλάνητος, ον, ΝΜΑ πολυπλανεμένος, αυτός που έχει πλανηθεί, που έχει βρεθεί άθελά του σε πολλά μέρη αρχ. 1. αυτός που αναφέρεται στις περιπλανήσεις ή προέρχεται από αυτές («δρομαίων... πολυπλανήτων... πόνων», Ευρ.) 2. (για χτυπήματα)… …   Dictionary of Greek

  • πολύπλανος — ον, Α πολυπλάνητος, πολυπλανεμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πλανος (< πλανῶμαι), πρβλ. δύσ πλανος] …   Dictionary of Greek

  • πολυπλάνητος — πολυπλάνητος, η, ο και πολυπλανεμένος, η, ο αυτός που περιπλανήθηκε πολύ, που ταξίδεψε σε πολλά μέρη, που έπαθε πολλά: Πολυπλάνητος ταξιδευτής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”